αντιγραφόσημο
Προφορά
Ετυμολογία
αντιγραφόσημο αντίγραφο + σήμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντιγραφόσημο
✦ έμμεσος φόρος που επιβάλλεται, όταν από τις γραμματείες των δικαστηρίων χορηγούνται επίσημα αντίγραφα διαδικαστικών εγγράφων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–