αντηλιακός


αντηλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αντηλιακός αντί + ηλιακός• η λ. αντί του ορθού ανθηλιακός (λόγω της δασείας στο η)• πρβλ. αντηλιά, αντήλιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντηλιακός -ή, -ό

✦ για καλλυντικά (κρέμα, γαλάκτωμα, λάδι κτλ.) που προφυλάγουν το δέρμα από τις ηλιακές ακτίνες και τα εγκαύματα και βοηθούν στο μαύρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.