αντίληψη
Προφορά
Ετυμολογία
αντίληψη αρχαία ελληνική ἀντίληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντίληψη
✦ η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς, να εννοεί
✦ αντιληπτικότητα, η ικανότητα να μαθαίνει κανείς εύκολα, εξυπνάδα: έχει αντίληψη το παιδί
✦ άποψη, γνώμη, πεποίθηση
✦ πληθ. αντιλήψεις, η νοοτροπία: αυτές τις αντιλήψεις που έχει, δύσκολα θα τα καταφέρει
✦ βοήθεια, αρωγή, προστασία: η θεία αντίληψη – κοινωνική αντίληψη (η προστασία που παρέχεται σε ανήμπορους από την πολιτεία ή από κοινωφελείς οργανισμούς)
✦ (νομ.) δικαστική αντίληψη, η ανατιθέμενη από δικαστήριο επιμέλεια ασώτου ή φρενοπαθούς (βλ. κ. αντιλήπτωρ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–