αντίδοτο


αντίδοτο
Προφορά

Ετυμολογία
αντίδοτο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἀντίδοτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αντίδοτο

✦ φάρμακο που εξουδετερώνει δηλητήριο ή άλλο φάρμακο
(μτφ. ) τρόπος για την αντιμετώπιση δύσκολης ή ασύμφορης καταστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.