αντήλιος
Προφορά
Ετυμολογία
αντήλιος αρχαία ελληνική ἀντήλιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντήλιος -α, -ο
✦ ο απέναντι στον ήλιο
✦ ουδ. το αντήλιο(ν) ως ουσ., τόπος που τον χτυπά ο ήλιος
✦ ό,τι προφυλάγει, ιδ. τα μάτια, από τον ήλιο: στα μάτια του, που τον πλανάν, βάζει συχνά το χέρι αντήλιο (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–