αντένδειξη
Προφορά
Ετυμολογία
αντένδειξη μεταγενέστερη ελληνική ἀντένδειξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντένδειξη
✦ ένδειξη για το αντίθετο
✦ (ειδ. στη θεραπευτική) η περίσταση που εμποδίζει τη χρησιμοποίηση ορισμένου φαρμάκου, την εφαρμογή της, υπό διαφορετικές συνθήκες, ενδεδειγμένης αγωγής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–