αντέγκληση
Προφορά
Ετυμολογία
αντέγκληση αντεγκαλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντέγκληση
✦ ανταλλαγή κατηγοριών, διαξιφισμός, λογομαχία: αντιδικίες και αντεγκλήσεις μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–