ανοχύρωτος


ανοχύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανοχύρωτος ἀ στερητικό + οχυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανοχύρωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει οχυρωθεί: ανοχύρωτη πόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα
οχυρός, οχυρωμένος
Επιρρήματα
ανοχύρωτα (Κ ανοχυρώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.