ανολοκλήρωτος


ανολοκλήρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανολοκλήρωτος ἀ στερητικό + ολοκληρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανολοκλήρωτος -η, -ο

✦ που δεν ολοκληρώθηκε ή δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί

Συνώνυμα
ατελείωτος
Αντίθετα
ολοκληρωμένος, τελειωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.