ανισοπέδωτος


ανισοπέδωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανισοπέδωτος αν- στερητικό + ισοπεδώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανισοπέδωτος -η, -ο

✦ ο μη ισοπεδωμένος, που δεν έχει ισοπεδωθεί, ανώμαλος: ανισοπέδωτοι δρόμοι
✦ που δεν μπορεί να ισοπεδωθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.