ανικανοποίητος


ανικανοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
ανικανοποίητος ἀ στερητικό + ικανοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανικανοποίητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν ικανοποιήθηκε ή δεν ικανοποιείται
✦ (για πράγματα ή καταστάσεις) ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος: ανικανοποίητες επιθυμίες
✦ αυτός που δεν δικαιώθηκε με επανόρθωση ζημίας ή προσβολής

Συνώνυμα

Αντίθετα
ικανοποιημένος
Επιρρήματα
ανικανοποίητα (Κ ανικανοποιήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.