ανίδεος


ανίδεος
Προφορά

Ετυμολογία
ανίδεος ἀ στερητικό + ιδέα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανίδεος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει ιδέα, γνώση για κάτι, απληροφόρητος: τον καλέσαμε στο γάμο ανίδεοι πως ήταν βαριά άρρωστος
✦ αυτός που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις επιστήμης ή τέχνης: ανίδεος από μουσική – ήταν ανίδεος στην πολιτική και απέτυχε – ανίδεος νομικής, έγραφε νομικά άρθρα
✦ ανυποψίαστος, που δεν υποπτεύεται κάτι: ανύποπτος της κλοπής που γινόταν στην επιχείρησή του, εμπιστευόταν τα σχέδιά του στους κλέφτες συνεργάτες του

Συνώνυμα
ανήξερος
Αντίθετα
πολύξερος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.