αδηφαγία


αδηφαγία
Προφορά

Ετυμολογία
αδηφαγία αρχαία ελληνική ἀδηφαγία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αδηφαγία

✦ πολυφαγία, λαιμαργία
(μτφ. ) απληστία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.