αδημιούργητος
Προφορά
Ετυμολογία
αδημιούργητος αρχαία ελληνική ἀδημιούργητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδημιούργητος -η, -ο
✦ ο όχι δημιουργημένος, ο αγέννητος
✦ πρόσωπο που δεν έχει αρχίσει ακόμη τη σταδιοδρομία του
Συνώνυμα
άπλαστος, αποίητος
Αντίθετα
δημιουργημένος, φτασμένος
Επιρρήματα
–