αδευτέρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδευτέρωτος ἀ στερητικό + δευτερώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδευτέρωτος -η, -ο
✦ αυτός που δε γίνεται για δεύτερη φορά, που δεν επαναλαμβάνεται
✦ (για αγρό) που δεν σκάφτηκε, δεν οργώθηκε δεύτερη φορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδευτέρωτα