αδειάζω


αδειάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αδειάζω αρχαία ελληνική └ουσ┘ ἄδεια

Ερμηνεία
ρήμα αδειάζω

✦ εκκενώνω: άδειασα το μπουκάλι – τη στάμνα
✦ αφαιρώ ή μεταγγίζω το περιεχόμενο δοχείου, κενώνω: άδειασα το λάδι από τις λαδούσες στα κιούπια
✦ κενώνομαι, αποβάλλω το περιεχόμενο: άδειασε το κιούπι με το λάδι (Γ. Ρίτσος)
✦ (για αίθουσα, κτίριο κτλ. μτβ. κ. αμτβ.): άδειασε το θέατρο – η πλατεία κτλ. – η αστυνομία άδειασε την πλατεία
✦ φρ. άδειασέ μας τη γωνιά, φύγε από δω, ξεκουμπίσου
✦ (για πυροβόλο όπλο) αφαιρώ τη γόμωση, τις σφαίρες αλλά και πυροβολώ: επειδή φοβόταν τα ατυχήματα, άδειασε το περίστροφό του – άδειασε το περίστροφό του καταπάνω τους
(μτφ. ) λιγοστεύω, χάνομαι: άδειασε το κουράγιο της μάνας (Γ. Ρίτσος)
✦ ευκαιρώ, έχω διαθέσιμο χρόνο (κ. ξαδειάζω): κανένας δεν αδειάζει να πάγει να λειτουργηθεί (Γ. Βιζυηνός)
✦ (μτφ. ποδόσφ.) με τις ενέργειές μου φέρω ποδοσφαιριστές της αντίπαλης ομάδας σε τέτοια θέση, ώστε να μείνω ελεύθερος να σουτάρω: πέτυχε το γκολ, αφού πρώτα άδειασε την άμυνα της αντίπαλης ομάδας
(μτφ. ) εκθέτω, αφήνω κάποιον ακάλυπτο: ο υπουργός άδειασε τον γενικό γραμματέα

Συνώνυμα

Αντίθετα
γεμίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.