αγοράζω


αγοράζω
Προφορά

Ετυμολογία
αγοράζω αρχαία ελληνική ἀγοράζω

Ερμηνεία
ρήμα αγοράζω

✦ αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω
✦ (μτφ. για πρόσ.) που παραμένει σιωπηλός, δε μετέχει σε συζήτηση αλλά την παρακολουθεί: τόση ώρα κουβεντιάζουμε και δεν έβγαλε λέξη, μόνο αγοράζει
✦ φρ. αγοράζει λόγια, προσέχει τι λένε οι άλλοι για να διαγνώσει τις προθέσεις τους ή να τα μεταφέρει σε ενδιαφερόμενο
✦ φρ. σε πουλά και σ’ αγοράζει, είναι πανέξυπνος ή πονηρός, μπορεί να σἐξαπατήσει εύκολα

Συνώνυμα

Αντίθετα
πουλώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.