αγορά
Προφορά
Ετυμολογία
αγορά αρχαία ελληνική ἀγορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγορά
✦ τόπος συναθροίσεων και αγοραπωλησιών
✦ η απόκτηση είδους με καταβολή χρήματος
✦ το είδος που αγοράζει κανείς
✦ το σύνολο των αγοραπωλησιών που γίνονται με βάση την προσφορά και τη ζήτηση
✦ λαϊκή αγορά, υπαίθρια έκθεση γεωργικών προϊόντων και ειδών καθημερινής χρήσης που οργανώνεται στις συνοικίες των πόλεων σε τακτές ημέρες
✦ μαύρη αγορά, πώληση αγαθών που, συν., σπανίζουν, σε υπέρογκες και αθέμιτες τιμές· πώληση αγαθών σε τιμές κατώτερες από τις καθορισμένες από τις αρμόδιες αρχές· αγοραπωλησία απαγορευμένων ειδών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πώληση
Επιρρήματα
–