αγνοούμενος


αγνοούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
αγνοούμενος μτχ. μέσ. ενεστ. του ρήματος αγνοώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγνοούμενος -η, -ο

✦ αυτός που η τύχη του αγνοείται, μετά από στρατιωτική επιχείρηση: τόσα χρόνια πέρασαν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και δεν υπάρχει τίποτε νεότερο για τους αγνοούμενους
✦ (γεν.) αυτός για τον οποίο δεν είνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.