αγκύλωση


αγκύλωση
Προφορά

Ετυμολογία
αγκύλωση μεταγενέστερη ελληνική ἀγκύλωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγκύλωση

✦ καμπύλωση, κύρτωση |(ιατρ.) ακαμψία αρθρώσεως του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.