αγενεσία


αγενεσία
Προφορά

Ετυμολογία
αγενεσία └γαλλ┘ agénésie

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγενεσία

(ιατρ.) η εκ γενετής έλλειψη οργάνου ή μέλους του σώματος που οφείλεται στην έλλειψη των σχετικών γονιδίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.