αγειτόνευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αγειτόνευτος μεσαιωνική ελληνική ἀγειτόνευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγειτόνευτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να έχει καλές σχέσεις με τους γείτονές του, μονόχνωτος, ακοινώνητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–