αγάλακτος


αγάλακτος
Προφορά

Ετυμολογία
αγάλακτος αρχαία ελληνική ἀγάλακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγάλακτος -η, -ο

✦ για γυναίκα ή θηλαστικό ζώο, που παρουσιάζει αγαλακτία (βλ. λ.) μετά τον τοκετό
✦ (για βρέφος ή νεογέννητο ζώο) που δεν έχει θηλάσει, αβύζαχτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.