αβουτύρωτος


αβουτύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αβουτύρωτος ἀ στερητικό + βουτυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβουτύρωτος -η, -ο
✦ ο χωρίς βούτυρο
✦ αποβουτυρωμένος, που του έχει αφαιρεθεί το βούτυρο
✦ άπαχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.