αβασάνιστος


αβασάνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αβασάνιστος αρχαία ελληνική ἀβασάνιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβασάνιστος -η, -ο
✦ αδοκίμαστος, ανεξέλεγκτος, που δεν υποβλήθηκε σε βάσανο
✦ (για πρόσωπα) εκείνος που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα
βασανιστικός, βασανισμένος
Επιρρήματα
αβασάνιστα (Κ αβασανίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.