άνοσος


άνοσος
Προφορά

Ετυμολογία
άνοσος αρχαία ελληνική ἄνοσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άνοσος -η, -ο

✦ αυτός που δεν είναι άρρωστος, ο υγιής
✦ που δεν είναι νοσηρός, ο υγιεινός
✦ αυτός που έχει ανοσία σε ορισμένες ασθένειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.