άνομος
Προφορά
Ετυμολογία
άνομος αρχαία ελληνική ἄνομος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άνομος -η, -ο
✦ ο κατά παράβαση του νόμου τελούμενος, αθέμιτος
✦ αντίθετος προς την καθιερωμένη ηθική
✦ (για πρόσωπα) ο παραβάτης των νόμων ή της ηθικής, ο φαύλος
Συνώνυμα
έκνομος, παράνομος
Αντίθετα
έννομος, νόμιμος, θεμιτός
Επιρρήματα
άνομα (Κ ανόμως)