άγλωσσος


άγλωσσος
Προφορά

Ετυμολογία
άγλωσσος αρχαία ελληνική ἄγλωσσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άγλωσσος -η, -ο

✦ ο χωρίς γλώσσα
✦ ο χωρίς μιλιά, βουβός
✦ αυτός που δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα ώστε να μπορεί να εκφράζεται απρόσκοπτα: ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
άλαλος, άφωνος, μουγκός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.